μεταψέφω

μεταψέφω
μεταψέφω (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «μεταβουλεύομαι»
2. (απρμφ.) «μεταψέφειν
μεταμελεῑσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ψέφω «είμαι φοβισμένος, ανήσυχος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταψέφω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κατασκοτίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψέφω (< ψέφως «σκότος»). Αβέβαιη η σύνδεση τού β συνθετικού με το ρ. ψέφω «φροντίζω» που εμφανίζεται ως β συνθετικό στο ρ. μεταψέφω «αλλάζω γνώμη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”